Σκεπαστό

Σκεπαστό
Όνομα τριών οικισμών. 1. Μεγάλος ορεινός οικισμός (691 κάτ., υψόμ. 800 μ.) στην επαρχία Καλαβρύτων του νομού Αχαΐας. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (28 τ. χλμ., 691 κάτ.) και βρίσκεται βορειοδυτικά και κοντά στα Καλάβρυτα. 2. Ημιορεινός οικισμός (526 κάτ., υψόμ. 425 μ.), στην επαρχία Λαγκαδά του νομού θεσσαλονίκης. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (30 τ. χλμ., 728 κάτ.), στην οποία ανήκει και άλλος ένας μικρότερος οικισμός, η Λίμνη (202 κάτ., υψόμ. 370 μ.). 3. Πεδινός οικισμός (166 κάτ., υψόμ. 120 μ.) στην επαρχία Νικοπόλεως και Πάργας του νομού Πρεβέζης. Βρίσκεται κοντά στο Καναλλάκι. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (6 τ. χλμ., 222 κάτ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • Τάνγκε, Κέντζο — (Τόκιο 1913). Ιάπωνας αρχιτέκτονας και πολεοδόμος. Ο Τ. προσπαθεί να συμφιλιώσει την ιαπωνική οικοδομική παράδοση με τις αισθητικές και κοινωνικές αντιλήψεις της σύγχρονης αρχιτεκτονικής. Επηρεασμένος βαθιά από την ορθολογιστική ποιητική του Λε… …   Dictionary of Greek

  • Parga — Gemeinde Parga Δήμος Πάργας (Πάργα) …   Deutsch Wikipedia

  • θέατρο — Σκηνική παράσταση, λυρικό έργο, επιθεώρηση, χορογραφικό θέαμα· θ. ονομάζεται επίσης το σύνολο των θεατρικών έργων ενός συγγραφέα (π.χ. το θ. του Ίψεν). Ο όρος όμως δραματικό θ. δηλώνει αποκλειστικά το θεατρικό είδος που παρουσιάζει ένα γεγονός… …   Dictionary of Greek

  • λαός — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα B με την Κίνα και το Βιετνάμ, στα Α με το Βιετνάμ, στα Ν με την Καμπότζη, στα Δ με τη Ταϊλάνδη και στα ΒΔ με τη Μυανμάρ.Tο Λ. είναι το μοναδικό κράτος της χερσονήσου της Ινδοκίνας που δεν βρέχεται… …   Dictionary of Greek

  • άμαξα και άρμα — Δύο πανάρχαια μέσα συγκοινωνίας, γνωστά με διάφορες παραλλαγές σχεδόν σε όλους τους λαούς. Η ά. γεννήθηκε από την προσαρμογή στο έλκηθρο (που ήταν γνωστό από το 7000 π.Χ.) του τροχού, ο οποίος χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά ως βιοτεχνικό και… …   Dictionary of Greek

  • Γόρτυς — Ονομασία δύο αρχαίων ελληνικών πόλεων. 1. Πόλη της Αρκαδίας χτισμένη στις όχθες του ποταμού Γορτυνίου. Αναφέρεται επίσης με την ονομασία Γόρτυνα. Από τα ευρήματα των ανασκαφών, που ξεκίνησαν το 1941 Γάλλοι αρχαιολόγοι, φαίνεται ότι η πόλη ή… …   Dictionary of Greek

  • Ηρακλείου, νομός — Νομός (2.641 τ. χλμ., 578.251 κάτ.) της κεντρικής ανατολικής Κρήτης, που υπάγεται στην περιφέρεια Κρήτης. Συνορεύει στα Α με τον νομό Λασιθίου και στα Δ με τον νομό Ρεθύμνης. Στα Β βρέχεται από το Κρητικό πέλαγος και στα Ν από το Λιβυκό. Η… …   Dictionary of Greek

  • Πολωνία — Κράτος της Κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Δ με τη Γερμανία και την Τσεχία, στα ΒΑ με τη Ρωσία και τη Λιθουανία, στα Α με τη Λευκορωσία και την Ουκρανία στα Ν με τη Σλοβακία, ενώ βρέχεται στα Β από τη Βαλτική θάλασσα.H Πολωνία καταλαμβάνει, στη… …   Dictionary of Greek

  • Τορόχα ι Μιρέτ, Εντουάρντο — (Torroja y Miret, Μαδρίτη 1899 – 1962). Ισπανός μηχανικός. Καθηγητής της Ανώτατης Τεχνικής Σχολής Αρχιτεκτονικής και Μηχανικής της Μαδρίτης, από τα πρώτα χρόνια της επαγγελματικής του δραστηριότητας αφοσιώθηκε στη θεωρία των κατασκευών και στο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”